бякать - ορισμός. Τι είναι το бякать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι бякать - ορισμός


бякать      
несов. неперех. разг.
Издавать "бя"; блеять (об овцах и козах).
бякать      
БЯКАТЬ, бякнуть ·*пенз., ·*симб. бухать, бросать, ронять со стуком, грохотом;
| ·*курск. делать что дурно, грубо;
| блеять по-овечьи; кричать бя, бе.
| Вякать, говорить или читать вяло, невнятно, мямлить. Бякаться, бякнуться ·*тамб., ·*пенз., ·*сиб. бухаться, хлопаться, чебурахаться, падать сильно или с шумом, с размаху. Бякало муж. вякало, мямля. Бяка ·об., детск. нехорошая, дурная, гадкая вещь или дело; кака, бе. Бячать ·*пск. блеять по-овечьи, бякать; бяшка жен., ·*ряз., ·*вологод. бялька ·*пермяц. бяшутка ·*пск. баля, балька, овца. Бяш-бяш, призывная кличка овец. Бяшка ·*тул. булочка с благовещенскою, пережженою солью, употребляемая как лекарство для скота.
Τι είναι бякать - ορισμός